σιμωνιακός

σιμωνιακός
-ή, -ό / σιμωνιακός, -ή, -όν, ΝΜΑ [σιμωνία]
1. αυτός που έχει σχέση με τη σιμωνία
2. ο ένοχος σιμωνίας
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιμωνιακά
πολύκροτο σκάνδαλο δωροδοκίας και σιμωνίας που συντάραξε την ελληνική κοινή γνώμη τον Ιανουάριο 1875 και στο οποίο ήταν αναμεμιγμένοι δύο υπουργοί τής κυβέρνησης Βούλγαρη, οι οποίοι είχαν δωροδοκηθεί από τρεις ανώτερους κληρικούς για να επηρεάσουν την Ιερά Σύνοδο ώστε να τούς εκλέξει επισκόπους, όπως και συνέβη
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι σιμωνιακοί
οι κληρικοί που χειροτονήθηκαν ή έλαβαν προαγωγή με ανταλλάγματα, με δωροδοκία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σιμωνιακός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στη σιμωνία. 2. ένοχος σιμωνίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιμωνιακά — Πολύκροτο σκάνδαλο, που αποκαλύφτηκε τον Ιανουάριο του 1875 στην Ελλάδα, και στο οποίο είχαν ανάμειξη γνωστοί πολιτικοί και κορυφαίοι κληρικοί. Συγκεκριμένα, μετά την παραίτηση της κυβέρνησης του Δ. Βούλγαρη, διατυπώθηκαν κατηγορίες εναντίον δύο… …   Dictionary of Greek

  • σιμωνιανοί — οι, ΝΜ οι οπαδοί τού Σίμωνος τού Μάγου 2. (στον εν.) ο σιμωνιανός αυτός που έχει διαπράξει το αμάρτημα τής σιμωνίας, σιμωνιακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σίμων (ΙΙ) + κατάλ. ιανός (πρβλ. Νερων ιανός)] …   Dictionary of Greek

  • Αναστάσιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται στις 25 Οκτωβρίου. 2. Επίσκοπος Ιεροσολύμων. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Φεβρουαρίου. 3. Α. ο ιερομάρτυς. Διετέλεσεεπίσκοπος Αντιοχείας και ασκήτεψε στο Σινά. Πέθανε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”